Επειδή η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν θεωρούσε ότι ο καπιταλισμός μπορεί να μεταρρυθμιστεί χωρίς επανάσταση, έχει μέχρι σήμερα ‒και δικαίως‒ τη φήμη της επαναστάτριας. Ο Έντουαρντ Μπέρνσταϊν, ο αντίπαλός της στο SPD, είχε προτείνει στο βιβλίο του Οι προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό και τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας (1899) μια μη επαναστατική υπέρβαση της αρχής του κέρδους με ειρηνικό, ρεφορμιστικό τρόπο. Αυτή την απομάκρυνση από τη μαρξιστική άποψη ότι μια επανάσταση είναι αναπόφευκτη, αν δεν θέλουμε η ανθρωπότητα να γυρίσει πίσω στη βαρβαρότητα, η Ρόζα Λούξεμπουργκ την απέρριψε κατηγορηματικά. Αντί για αυτήν, υποστήριζε μια ρεφορμιστική καθημερινή πολιτική που θα προσανατολιζόταν στις απαιτήσεις μιας επαναστατικής προοπτικής.
Για την επίλυση των υφιστάμενων ακόμα και σήμερα προβλημάτων, το βιβλίο της Λούξεμπουργκ Κοινωνική Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση; (1899) εξακολουθεί να είναι σημαντικό. Σε αυτό απέφυγε την παγίδα στην οποία αναπόφευκτα οδηγεί η αντιπαράθεση μεταρρύθμισης και επανάστασης. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η συζήτηση έμελλε –ήδη πριν από τη δολοφονία της– να διχάσει το σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα σε ένα ρεύμα που επιζητούσε να υπερβεί με ρεφορμιστικές μεθόδους την κυριαρχία των προσανατολισμένων στο κέρδος συμφερόντων και σε ένα άλλο που επιδίωκε τον ίδιο σκοπό με επαναστατικές μεθόδους. Από αυτόν το διχασμό των δυνάμεων που επέκριναν τον καπιταλισμό σε δύο κύρια ρεύματα και πολλά μικρά παρακλάδια προέκυψε ένα τεράστιο «σοσιαλιστικό Δέλτα». Κανένα από αυτά τα ρεύματα δεν έφτασε ποτέ στην ελεύθερη θάλασσα του σοσιαλισμού, ούτε εκείνο των κομμουνιστών που καλούσαν σε επανάσταση ούτε εκείνο των κληρονόμων του Έντουαρντ Μπέρνσταϊν. Αυτή η αποτυχία της σοσιαλιστικής πολιτικής άνοιξε ένα χώρο για το φασισμό και τη δεκαετία του ’70 για το νεοφιλελευθερισμό, που ορίζει την οικονομία και την κοινωνία αυτού του κόσμου μέχρι σήμερα.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήλπιζε με το συνδυασμό μεταρρύθμισης και επανάστασης να μπορέσει να εισαγάγει μια ανανεωμένη οικονομία, παρότι η επανάσταση για εκείνη δεν ήταν συνώνυμο της χρήσης βίας:
«Στις επαναστάσεις της αστικής τάξης η αιματοχυσία, η τρομοκρατία, ο πολιτικός φόνος ήταν το απαραίτητο όπλο στο χέρι των αναδυόμενων τάξεων. Η προλεταριακή επανάσταση δεν χρειάζεται τρομοκρατία για να επιτύχει τους στόχους της, μισεί και απεχθάνεται το φόνο ανθρώπινων όντων. Δεν χρειάζεται αυτά τα μέσα του αγώνα, γιατί μάχεται όχι ενάντια σε άτομα, αλλά ενάντια σε θεσμούς, γιατί δεν κατεβαίνει στο στίβο του αγώνα της με αφελείς ψευδαισθήσεις, για τη ματαίωση των οποίων θα έπρεπε να πάρει αιματηρή εκδίκηση».[1]
Η επαναστατική βία ήταν αποδεκτή για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ μόνο ίσως ως απάντηση στη βία – τότε μόνο, όταν η κυρίαρχη τάξη παραβίαζε τις αρχές του νόμου και κατέφευγε στη βία. Αντιθέτως, η Λούξεμπουργκ απέρριπτε την τρομοκρατία, και ειδικά την ατομική τρομοκρατία, διότι απλώς νομιμοποιούσε περισσότερη κρατική καταπίεση. Αντί για αυτό, συμφωνούσε με το πρώιμο δυτικοευρωπαϊκό σοσιαλιστικό κίνημα, που έβλεπε στο συνδυασμό πολιτικής παιδείας, οργάνωσης και αγώνα των μαζών τις μεθόδους που θα απελευθέρωναν την κοινωνία από την αρχή του κέρδους:
«Όχι η χρήση φυσικής βίας, αλλά η επαναστατική αποφασιστικότητα των μαζών να μη δειλιάσουν στην απεργιακή κινητοποίησή τους μπροστά στις ενδεχόμενες ακραίες συνέπειες της κατάστασης του αγώνα και να κάνουν κάθε θυσία είναι που δίνει στη δράση αυτή μια τόσο ακαταμάχητη δύναμη, ώστε συχνά μπορεί να οδηγήσει τον αγώνα πολύ σύντομα σε αξιοσημείωτες νίκες».[2]
Για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ οι επαναστάσεις γεννιούνται μέσα από τον ταξικό αγώνα. Τη διατυπωμένη το 1848 προσδοκία του Μαρξ –την οποία ο Φρίντριχ Ένγκελς εγκατέλειψε το 1895 κιόλας, τουλάχιστον εν μέρει– πως μια επανάσταση θα άνοιγε αμέσως τις πύλες για τον σοσιαλισμό, η Ρόζα Λούξεμπουργκ έπαψε να τη συμμερίζεται το αργότερο μετά την καταστολή της Ρωσικής Επανάστασης του 1905-1906. Εκείνη κατάλαβε ότι κάθε επανάσταση μετά την αναπόδραστη παράλυση των κινητήριων δυνάμεών της υφίσταται ένα πισωγύρισμα. Ωστόσο, σύμφωνα με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, όσο περισσότερο η επανάσταση στραφεί προς τα αριστερά φτάνοντας μέχρι μια –προσωρινή, επειδή μακροπρόθεσμα δεν θα ήταν βιώσιμη– δικτατορία του προλεταριάτου, τόσο πιο μικρή θα είναι αυτή η καθυστέρηση. Αυτό είναι το κεντρικό σημείο στο πώς αντιλαμβάνεται η Ρόζα Λούξεμπουργκ την επανάσταση.
Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, η Ρόζα Λούξεμπουργκ αντιλαμβανόταν τις επαναστάσεις ως μακροπρόθεσμες, διακοπτόμενες κάθε τόσο διαδικασίες, ως κύκλους, κα όχι ως μεμονωμένα γεγονότα. Μια σοσιαλιστική επανάσταση δεν μπορεί να «επιτευχθεί μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες», αλλά θα επηρέαζε μια μακρά ιστορική περίοδο, έλεγε.
Αν λάβουμε υπόψη μας τα σημερινά κινήματα διαμαρτυρίας, ειδικά τις διαδηλώσεις για το κλίμα, οι σκέψεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ σχετικά με την αλληλόδραση μεταρρύθμισης και επανάστασης είναι άκρως επίκαιρες. Παγκόσμια κινήματα, όπως το Fridays for Future, δείχνουν ότι μπορούν να ασκήσουν πιέσεις που αναγκάζουν το πολιτικό σύστημα να προχωρήσει σε αλλαγές.
Σημειώσεις
- Rosa Luxemburg, «Was will der Spartakusbund?» Δεκέμβριος 1918, στο Gesammelte Werke, τόμ. 4, Βερολίνο, 1974, σελ. 443.
- Rosa Luxemburg, «Das belgische Experiment», στο Gesammelte Werke, τόμ. 3, Βερολίνο, 1973, σελ. 204.